с

с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
I.
με γεν.
1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

свергнуть с престола εκθρονίζω.

2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

|| επίσης με ουσ. τοπικά•

вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

вход со двора είσοδος από την αυλή•

окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

цветы с юга λουλούδια από το νότο•

хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

4. με σημ. λήψης• από εκ•

собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

со дня на день από μέρα σε μέρα.

6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

взять с бою παίρνω στη μάχη•

торговать с рук πουλώ στα χέρια.

|| σημαίνει τρόπο• με•

прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

II.
με αιτ.
1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

с месяца ένα περίπου μήνα•

отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

III.
με οργν.
1. μαζί, ομού, με• και•

хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

вы с братом εσύ και ο αδερφός•

наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

2. με (έχοντας)•

стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

3. με ή του•

авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

4. με, κατά, εναντίον•

бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

εκφρ.
что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

Большой русско-греческий словарь. . 1987.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую
Синонимы:

Полезное



Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»